αεξίκακος

αεξίκακος
ἀεξίκακος, -ον (Α)
αυτός που αυξάνει, που μεγαλώνει το κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεξι-* + κακός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αεξι- — ἀεξι (Α) [ἀέξω] α συνθ. ποιητικών κυρίως λέξεων τής Αρχαίας, όπως ἀεξίβιος, ἀεξίγυιος ἀεξίκακος, ἀεξίκερως, ἀεξίνους, ἀεξίτοκος, ἀεξίτροφος, ἀεξίφυλλος, ἀεξίφυτος κ.λπ., στις οποίες προσδίδει την έννοια αυξήσεως, ενισχύσεως …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՈԽԱԿԱԼ — (ի, աց.) NBH 1 0216 Chronological Sequence: Unknown date, 10c ա. Ոչ ոխակալ. որ ոչ պահէ ոխս. անյիշաչար. անչարայուշ. երկայնամիտ. ըստ յն. ասի՝ Յանձնառօղ չարեաց. համբերատար. ἁεξίκακος tolerans malorum, patiens, clemens *Անոխակալ եւ բարեգութ. Շար.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”